- ζωμοτάριχος
- ζωμοτάριχος, ὁ (Α)1. ζωμός από ταριχευμένα κρέατα ή ψάρια2. (ως σκωπτικό επωνύμιο) βραστό ταριχευμένο ψάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + τάριχος «διατηρημένο κρέας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωμοτάριχος — stewed salt fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμοτάριχον — ζωμοτάριχος stewed salt fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… … Dictionary of Greek